- ἐφεδριστήρ
- ἐφεδρ-ιστήρ, ῆρος, ὁ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφεδριστήρ — ἐφεδριστήρ και ἐφεδρίτης, ὁ (Α) [εφεδρίζω] αυτός που παίζει το παιχνίδι εφεδρισμός … Dictionary of Greek
ἐφεδριστῆρας — ἐφεδριστήρ one who plays the game masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)